- μπιζ
- (I)τοείδος παιχνιδιού κατά το οποίο ένας από τους παίκτες είναι όρθιος και φέρει στο στήθος τον δεξιό βραχίονα βγάζοντας ανοιχτή την παλάμη κάτω από την αριστερή μασχάλη, ενώ με το αριστερό χέρι καλύπτει τα μάτια του, και έτσι δέχεται διαδοχικά στην ανοιχτή παλάμη χτυπήματα από το χέρι κάποιου συμπαίκτη, τον οποίο, μόλις γυρίσει, πρέπει να μαντέψει, καθώς όλοι οι συμπαίκτες σηκώνουν τον δείκτη τού δεξιού χεριού και φωνάζουν «μπιζ».[ΕΤΥΜΟΛ. Πλαστή ηχομιμητική λ. από τον βόμβο τής μέλισσας].————————(II)βλ. μπις.
Dictionary of Greek. 2013.